23 March, 2010

Ο Χωρικος και η φραου Λίτσα



Μιά μέρα φθινοπωρινή , μια μέρα σαν τις άλλες,
που ο ουρανός ήταν βαρύς και πέφτανε ψιχάλες,
στο καφενείο του χωριού ήταν πεντ-έξι γέροι
τσίπουρο πίναν με μεζέ αντζούγια και κασέρι.

Εκεί που πίναν κι'έτρωγαν χαμπέρια μολογούσαν,
ήχο οπού δεν έπρεπε στα ξαφνικά ακούσαν.
Μέχρι και ένας γέροντας που είχε πάει να χέσει,
σώβρακα αμέσως μάζεψε , και το άφησε στη μέση!

Οι χωριανοί ταράχτηκαν , και βγήκανε στις στράτες,
για την πλατεία κίνησαν πεζή και αναβάτες,
άντρες αφήσαν τ'άρμεγμα , γυναίκες την κοπάνα,
γιατί στη μέση του χωριού χτυπούσε η καμπάνα...

Και όταν συγκεντρώθηκαν σε μιά πλατειά αλέα,
και όλοι τους περίμεναν να μάθουνε τα νέα,
ανέβηκε ο πρόεδρος πάνω σ'ένα σκαμνάκι,
κι'έβγαλε λόγο ηρωικό κάτω απ'το μουστάκι.

Αγαπητοί συγχωριανοί , τούτη τη μαύρη ώρα,
εχθρός με ενημέρωσαν πως απειλεί τη χώρα
στα σύνορα πλησίασαν , μέσα ζητάν να μπούνε,
μας όπως οι προηγούμενοι , κι'αυτοί θα γ...θούνε!

Κι'όσοι κρατούν τα άρματα να τρέξουνε στην πόλη
εκεί όπου συγκεντρώνεται η δύναμή μας όλη,
και οι γυναίκες του χωριού να πιάσουν τις βελόνες,
κάλτσες να πλέξουν και σκουφιά για τους βαρείς χειμώνες.

Κι έχω και μιαν επιστολή για τον καλό αφέντη
αλλά ... πού είναι ο Χωρικός μή βρίσκεται σε γλέντι;
αλοίμονό μου χωριανοί ,λείπει κι'η προεδρίνα,
γρήγορα να προλάβουμε , άτιμη Μεσαλίνα!

Τότε εμφανίσθη ο Χωρικός μες την ανεμελιά του,
και στην καρώ τη βράκα του κούμπωνε τα κουμπιά του,
κι'ο πρόεδρος τότε έσπευσε να τον ενημερώσει,
επιστολή απόρρητη είχε να του επιδώσει


Ήταν από τις μυστικές που λένε υπηρεσίες,
κι'έλεγε πως στον πόλεμο χρειάζονται θυσίες.
Έτσι λοιπόν τον κάλεσαν στα κεντρικά γραφεία,
αποστολή του ανέθεσαν μ'ύψιστη σημασία

συνεχίζεται...



























10 December, 2009

Ο Χωρικός στην αραπιά...το δραματικό φινάλε

..συνέχεια απ'τα προηγούμενα

Αφού εταξιδέψανε ίσα με μια βδομάδα,
μπροστά τους εμφανίστηκε μία μικρή κοιλάδα.
Που'ταν γεμάτη με στρατό , αντίσκηνα , τσαντήρια,
όπως αυτά που στήνουνε γύφτοι στα πανηγύρια!

Και η Ζαίρα εκλαψε , χαρά ήταν γιομάτη,
στην αγκαλιά βυθίστηκε του όμορφου χωριάτη.
Στη μέση του καταυλισμού, όπως κοιτώ εμπρός μου,
βλέπω μπροστά μου καθαρά την τέντα του πατρός μου!

Δύο σκοποί πλησίασαν, τους πήραν απ'το χέρι,
και τους οδήγησαν εκεί, καταμεσίς στ'ασκέρι,
σε μια εξέδρα πρόχειρα που είχανε στημένη,
και το ζευγάρι άφησαν εκεί να περιμένει...

Ξάφνου σιγή απλώθηκε σ'όλη την κουστωδία,
ούτε πουλί δεν τάραζε την κούφια ησυχία,
κάποιος την τέντα άνοιξε ,τραβώντας τον μπερντέ της,
και από μέσα πρόβαλε ο φοβερός Μεμέτης!

Μά τα μουστάκια του Αλή,τους χίλιους ναργιλέδες,
του Ισπαχάν το τέμενος που'χει τους μιναρέδες,
τα δώδεκα μπορντέλα μου, κι'όλες μου τις καμήλες,
τα εξηνταδυό εξώγαμα, τους σκύλους και τις σκύλες!

Μπροστά μου έφτασες λοιπόν, κόρη μου αγαπημένη,
απ'όλα τα βλαστάρια μου 'συ η πιό χαιδεμένη,
μεγάλωσες και τράνεψες με μέλι και με γάλα,
τώρα πηδιέσαι και βογκάς , ωσάν καμιά κουφάλα...

Παρθένα σ'έστειλα εγώ στον πονηρό Βεζύρη,
που μου'ταξε γι'αντάλλαγμα δυό κάδους ξυνοτύρι,
κι'έβαλε να σε κλέψουνε , τάχα χωρίς να ξέρω,
γιατί εσύ θ'αρνιόσουνα να παντρευτείς τον γέρο!

Και τώρα μου'ρχεσαι εδώ , λερή και σκονισμένη,
από αλλόθρησκο σκυλί είσαι μαγαρισμένη,
πάρτε την , μη και ξαναδώ τη μιαρή μορφή της,
στείλτε την στα μπορντέλα μου να βγάζει το ψωμί της...

Κι'όσο για σένα Χωρικέ, που το'παιξες σπουδαίος,
και στη Ζαίρα έβαλες το βρωμερό σου πέος,
κάλιο για 'σένα θα'τανε , να πέσεις στα θηρία,
παρά αυτήν που θα υποστείς την δίκαια τιμωρία!

Αλυσοδέστε τον σφιχτά , με τον ζυγό απ'τα βόδια,
κρεμάστε τον στον φοίνικα, με ανοιχτά τα πόδια.
κι'όπως μπουρδίζουν τα τραγιά προτού να γίνουν γίδια,
πάρτε μαχαίρι κοφτερό και κόψτε του τ'αρχίδια...

Κι'όπως το είπε έγινε, τον δέσαν τον χωριάτη,
στον φοίνικα τον κρέμασαν , τα χέρια είχε στην πλάτη,
κι'ενώ όλοι περίμεναν πως θα παρακαλούσε,
αυτός γενναίος και δυνατός, απλώς χαμογελούσε!

Τί ήταν αυτό που έγινε ; τί πάθαν οι καυμένοι;
όταν εκατεβάσανε τη βράκα τη σχισμένη!
Γονάτισαν και τρέμανε κρυφτήκαν στο χορτάρι,
όταν πρωτοαντίκρυσαν τ'ολόχρυσο παπάρι!

Ο ήλιος έκαιγε καυτός , και φως αντανακλούσε
το ακριβό παπάρι του που αστραποβολούσε!
Οι βεδουίνοι κλαίγανε, χάσανε τα μυαλά τους,
και όταν τον ελύσανε, τον κάναν βασιλιά τους!

Έτσι λοιπόν ο Χωρικός , χωρίς πριν να το ξέρει,
έγινε μέγας και τρανός στης αραπιάς τα μέρη,
έτσι ίσως το ήθελε και τα 'φερε η μοίρα
και έριξε ένα πήδημα στην τυχερή Ζαίρα!

ΤΕΛΟΣ...


Σημ.του συγγραφέα:
1) Το ξυνοτύρι το ήθελε ο Μεμέτης ως γιατρικό-μαγικό, επειδή ήταν πλέον ανίκανος.
2)Για τυχόν απορίες σχετικές με το χρυσό παπάρι, μπορείτε να διαβάσετε το έπος: "Ο Χωρικός golden boy"

12 November, 2009

Ο Χωρικός στην Αραπιά-η επανεμφάνιση

...συνέχεια απ'τα προηγούμενα


Τρεις νύχτες επορεύονταν, τρεις μέρες σταματούσαν,
σε θίνες και αμμόλοφους κρυσφήγετο ζητούσαν.
Τα σύκα τους τελείωναν, σώθηκε το πληγούρι,
και ούτε λόγος να γενεί τροφή για το γαιδούρι.

Μόνο την τέταρτη βραδυά, καθώς επερπατούσαν,
για άστρα και για ζώδια εκεί που συζητούσαν,
είδαν καλάμια και σπαρτά στο φως του αποσπερίτη,
σημάδι πως πλησίαζαν στου ποταμού την κοίτη.

Αφέντη μου σωθήκαμε , φώναξε η Ζαίρα,
βλέπω μπροστά μου φαγητό, καθρέφτη και λουτήρα.
Θαρρώ θα μας καλοδεχτούν σε 'κείνη την καλύβα,
που'χει ανοιχτά παράθυρα και στέγη από τζίβα.

Ο Χωρικός αμίλητος πλησίασε την θύρα,
να αιτηθεί κατάλυμα γι'αυτόν και τη Ζαίρα.
Κι'όταν η θύρα άνοιξε πρόβαλε μία δούλα,
που μέσα τους οδήγησε σε κάποια καμαρούλα.

Και όταν άκουσαν κλειδί στην κλειδαριά να μπαίνει
και να γυρίζει τρίζοντας -θα ήταν σκουριασμένη-
αμέσως αντιλήφθηκαν χωρίς δεύτερη σκέψη,
πως με μεγάλη πονηριά τους είχαν παγιδέψει.

Τότε η νέα μίλησε με απόσταγμα σοφίας,
"αφού είμαστε τα θύματα τέτοιας συνομοσίας,
και τώρα στον ορίζοντα δεν φαίνεται μια λύση,
έλα να κάνουμε λοιπόν ένα καλό γ...σι!"

Και τί γ...σι ήταν αυτό ,πως λένε δίχως οίκτο,
ταύρος ορμούσε ο Χωρικός, μπήχτο και ξαναμπήχτο
τώρα που τον εζώνανε φίδια κι'απελπισία
ήθελε να'ναι αξέχαστη αυτή η συνουσία!

Και οι φωνές ακούγονταν -υπερβολή καμία-
από του Νείλου τις πηγές,μέχρι την παραλία!
Κι'ως την καρδιά του Αλ Χαλίλ που γίνεται παζάρι,
να ακουστεί την έκανε το έντεχνο παπάρι!

Μέσα στην κοσμοχαλασιά, μέσα στη φασαρία,
στου Χωρικού που οφείλονταν την τόση μαεστρία,
οι βεδουίνοι κρύφτηκαν , ψάχνανε για κιβούρι,
ο μόνος που κατάλαβε , ήτανε το γαιδούρι!

Ευθής την πόρτα έσπασε , τους φόρτωσε στην πλάτη,
κι'απ'την καλύβα έβγαλε τη νιά και τον Χωριάτη,
και έφυγαν καλπάζοντας κατά τη Δαμιέτη,
να συναντήσουν τον στρατό του ξακουστού Μεμέτη!

συνεχίζεται...

28 September, 2009

Η φλόγα σβύνει με φωτιά


η φλόγα σβύνει με φωτιά
προιόν μεσημεριανής ραστώνης

στο μπαλκόνι μου από πάνω
στην σκεπή με τους φεγγίτες
αχ να πέσω να πεθάνω,
κελαηδούσαν δυό σπουργίτες.

και τραγουδούσαν τα πουλιά
τα μέλλοντα και τα παλιά.

Στην αυλή μου εκεί κάτω
όταν λυώσανε τα χιόνια
πίσω απ'τον μεγάλο βάτο
τιτιβίζαν δυό τριζόνια.

και λέγαν για την άνοιξη
γιομάτα από κατάνυξη.

και στην κάμαρά μου μέσα
κάθε αυγή που ξημερώνει,
μιά νεράιδα πριγκηπέσσα
με πονά και με ματώνει.

Και τραγουδούν τ'αερικά
η φλόγα σβύνει με φωτιά!

04 July, 2009

Ο Χωρικός στην Αραπιά...κι'άλλη συνέχεια.




συνέχεια απ'τα προηγούμενα



Τ'άλλο πρωί σαν ξύπνησε η τυχερή Ζαίρα,
είχε στα μάτια της φωτιά στο στήθος αναπτήρα.
Κι'αφού στη θράκα έβρασε δυό ποτηράκια τσάι,
γλυκοφιλεί τον Χωρικό και τον γλυκοξυπνάει.

Ξύπνα αφέντη όμορφε, ξύπνα αυγερινέ μου
τέτοιο υπέροχο πρωί, δεν έχω δει ποτέ μου!
Η έρημος πως γέμισε χρυσόφυλλα αμπέλια;
γιατί νοιώθω να καίγομαι ανάμεσα στα σκέλια;

Από την άμμο ανάβλυσαν δροσάτοι καταράχτες,
κι'ολόγυρά μας βρίσκονται κισσοστεμμένοι φράχτες!
Ξύπνα γιατί εχάραξε κι'η μέρα έχει αρχίσει,
έλα να συνεχίσουμε το χθεσινό γ...σι!

Ο Χωρικός μισάνοιξε τ'αριστερό του μάτι,
έξυσε τα παπάρια του, (τον ενοχλούσε κάτι),
κι'αφού ήπιε δυό τρεις ρουφηξιές το μυρωδάτο τσάι,
την κόρη στραβοκοίταξε και την εσιχτιράει!

Μωρή τρελή , μωρή ζουρλή, μωρή ξεμυαλισμένη,
θαρρείς εισ'η μοναδική στον κόσμο γαμ...νη;
Πρέπει να τα μαζέψουμε , να πάμε στο Μισίρι,
να μή μας βρουν οι μπιστικοί του πονηρού βεζύρη!

Ελόγου σου τί νόμισες, πως έχουμε γλυτώσει;
και δεν θα ψάξει ο εχθρός να μας εφιστικώσει;
Γρήγορα πάρε το νερό, τα σύκα , το πληγούρι,
μάζεψε και τις βράκες σου κι'ανέβα στο γαιδούρι...

Και κίνησαν πρωί πρωί, εν μέσω της ερήμου,
ενώ η Ζαίρα γκρίνιαζε:"με τρώει το μ...ί μου"
σε μιά πορεία δύσκολη, με κίνδυνο γεμάτη,
ήταν μεγάλη πρόκληση για τον σκληρό χωριάτη...

συνεχίζεται...

19 May, 2009

Ο Χωρικός στην Αραπιά...κι'άλλη συνέχεια.

...συνέχεια απ'τα προηγούμενα

Ο ξένος αποφάσισε κάποτε να μιλήσει,
σαν η μικρή κατάφερε τη γλώσσα του να λύσει
και αφού πρώτα μασούλησε ένα σπυρί από σόγια
της λέει με λάγνα τη φωνή τα παρακάτω λόγια!

Ω άνθος της ανατόλής, ώ φως της Δαμιέτης!
μπροστά σου εγώ γονυπετής , στέκομαι ως επαίτης
ποιά θεία αύρα σ'έστειλε εμένα να παιδέψεις
ώστε να χάσω το μυαλό , πλήρως να με πλανέψεις;

Μην είσ'εσύ της Χαλιμάς θεσπέσια θυγατέρα
και του προφήτη ο καρπός που φέρνει την ημέρα;
ήλιε μου εσύ περίλαμπρε , ουρί του παραδείσου,
διόλου να μήν καθυστερείς, τί περιμένεις; γδύσου!

Κι'η κόρη συγκατένευσε , ξέχασε την σαρία,
είναι γνωστό , ΑΠ'ΤΟΝ ΧΩΡΙΚΟ ΔΕΝ ΓΛΥΤΩΣΕ ΚΑΜΙΑ!
Καταμεσής στην έρημο , στης άμμου τον κρατήρα,
την παρθενιά της έχασε η τυχερή Ζαίρα!

Και κλάμα μαύρο έχυνε , κλάμα σαν μοιρολόι,
αφού εντός της έπαιρνε σαράντα πόντους μπόι!
Μα ήταν δάκρυα χαράς , και οργασμού απόρροια,
χτυπιότανε και ούρλιαζε , με μια φωνή στεντόρεια.

Αχ , ευγενή μου άρχοντα βάλτο μου παραπάνω,
το ανάστημά σου να χαρώ, κι'ύστερα ας πεθάνω!
Θαρρώ πως με ξετρέλανες μ'αυτά τα λόγια που είπες,
και ξέρεις να ικανοποιείς των κοριτσιών τις τρύπες!

Κι'αυτός αφού την έστησε στα τέσσερα τα πόδια,
το δρόμο βρήκε ανοιχτό, δεν πλήρωσε διόδια!
Με τους σαράντα πόντους του διακόρευσε τη νέα,
και όταν την εξάντλησε , την στέλνει στον Μορφέα...

συνεχίζεται...

12 May, 2009

Ο Χωρικός στην Αραπιά

Ο Χωρικός στην Αραπιά...η συνέχεια


...συνέχεια απ'το προηγούμενο

Όταν απομακρύνθηκαν , ο κλέφτης κι'η Ζαίρα,
κάπου στην άμμο κρύφτηκαν μέσα σ'έναν κρατήρα
και όταν ξελαχάνιασε η απαχθείσα κόρη,
άρχισε να παρατηρεί το θαραλέο αγόρι.

Ήταν ψηλός και ευθητενής , με δυο μεγάλα μάτια
που όταν την εκοίταξε την κάνανε κομμάτια
τα μπράτσα είχε στιβαρά, ωραίος δίχως άλλο,
και ένα μεγάλο φούσκωμα φαινόταν στο καβάλο!

Τις αλυσίδες έσπασε, της δρόσισε τα χείλη,
σκούπισε τον ιδρώτα της με πορφυρό μαντίλι,
δεν έμοιαζε με έμπορο , ούτε με αγωγιάτη,
την αύρα είχε πάνω του , του αρχοντοχωριάτη!

Ξένε , εσύ που τόλμησες εμέ να ελευθερώσεις,
και από χέρια βάρβαρα να'ρθεις να με γλυτώσεις,
για πες μου ποιός σε έστειλε, ποιός είναι ο σκοπός σου
και πούθε ξεφυτρώσατε εσύ κι'ο γάιδαρός σου;

Στρατιώτης είσαι του μπαμπά ,του ξακουστού Μεμέτη
που έχει οίκους ανοχής μέσα στη Δαμιέτη;
Ή μήπως είσαι πρίγκηπας σε μία ξένη χώρα
και άκουσες το κλάμα μου μέσα απ'την αιώρα;

Γιά πες μου και μην με κρατάς άλλο σε αγωνία,
πρέπει να ξέρω εγώ σε ποιόν χρωστάω ελευθερία.
Πώς μπόρεσες και μ'έκλεψες χωρίς να βρεις εμπόδια
και τί'ναι αυτό το φούσκωμα ανάμεσα στα πόδια;

Αν έχεις βλέψεις πονηρές πρέπει να τις ξεχάσεις
γιατί αλλιώς στα σίγουρα τα νιάτα σου θα χάσεις.
Δεμένη χρόνια είμ'εγώ με όρκο παρθενίας,
όπως αυτό προβλέπεται στο νόμο της σαρίας.

συνεχίζεται..