12 December, 2007

ΧΩΡΙΚΟΣ ΚΑΙ ΡΟΔΟΥΛΑ...the heat is on

...Συνέχεια απ'το προηγούμενο


Το βράδυ αρωματίστηκε,έπλυνε κωλαράκι,
και κίνησε στου Χωρικού να πάει το κονάκι.
Μωρ' είναι γλυκοτσούτσουνος κι'ας είναι και χωριάτης,
στη στράτα αυτά σκεφτότανε ο πούστης επιστάτης.

Έστρωσε τη χωρίστρα του, ίσιαξε το καπέλο,
κι'ευθής χτυπάει για να μπει λες κι'ήτανε μπορντέλο.
Είχε θωρήσει από μακριά πως έκαιγε λυχνάρι,
και χάρηκε που ήτανε μέσα το παληκάρι.

Ο Χωρικός που έτρωγε λίγα βρασμένα χόρτα,
ταράχτηκε σαν άκουσε πως χτύπησε η πόρτα.
Κι'ενώ ετοιμαζότανε μία πορδή να ρίξει,
ευθής υποχρεώθηκε να πάει για ν'ανοίξει.














Ποιός να'ναι αυτός ο άτιμος που μου χαλάει το δείπνο
και βύζιτα μου έρχεται λίγο πριν πάω για ύπνο?
Δραγάτες μη με βρήκανε?μην είναι καν'ασκέρι
για την κατσίκα που'κλεψα πέρσι το καλοκαίρι?

Δραγάτες δεν αντίκρυσε μα ούτε και ασκέρια,
παρά θωρεί τον πουσταρά με φορτωμένα χέρια.
Στό'να κρατούσε έναν ασκό,στο άλλο ένα πιάτο,
τυρόγαλα του πήγαινε και μπρούσκο απ'το μοσχάτο.

Γεια και χαρά σου Χωρικέ, θαρώ πως ήρθε η ώρα
ότι δεν έγινε παλιά να λάβει απόψε χώρα.
Γιατί μ'αυτά που θα σου πω θε να σου ερθει μούγγα,
σαν έχει η τσούρα σου τυρί,δεν άνοιξες και στρούγκα.

Κι'αφού λοιπόν κατέχω τα, τί τράβηξε η Ροδούλα,
στα χέρια σου τα πρόστυχα πρωί με τη δροσούλα,
θέλω γαμήσι φοβερό, βαρβάτο να'ναι γλέντι,
αλλιώς ταχιά την χαραή, τα λέω στον αφέντη.















Συνεχίζεται...

06 December, 2007

ΧΩΡΙΚΟΣ ΚΑΙ ΡΟΔΟΥΛΑ...the return


...Συνέχεια απ'το προηγούμενο.


Οι γεωργοί σκιαχτήκανε κι'όλοι οι τσομπαναρέοι,
το ζωντανό σαν άκουσαν παράξενα να κλαίει.
Μην εστραβοποδάριασε?μην το ζυγώσαν λύκοι?
αυτά αναρωτήθηκαν σε όλο το τσιφλίκι.

Και όσο κοντοσίμωναν στον τόπο των συμβάντων,
τόσο εκείνο έσκουζε προς έκπληξη των πάντων,
και όταν πια το είδανε τ'αναγνωρίσαν όλοι,
του Χωρικού ειν'ο γάιδαρος,αυτού του κουτσοψώλη.

Η αρχοντοπούλα έτρεξε μέσα από τα σιτάρια,
κι'απ'την σκισμένη μπόλια της πηδούσαν τα μαστάρια.
Κανένα μάτι μην την δει την είχε πιάσει πόνος,
γι'αυτή της την κατάσταση ας όψεται ο όνος.















Πέρασε κάμπους ,ρεματιές,πέρασε και ρυάκια,
απ'το πολύ το τρέξιμο ιδρώσαν τα βυζάκια.
Και όταν τα κατάφερε να πάει στ'αρχοντικό της,
τον Χωρικό δεν μπόραγε να βγάλει απ'το μυαλό της.

Αυτός ο Σαρδανάπαλος την είχε κοπανήσει,
και νόμιζε ατιμωριτί πως ήταν το γαμήσι.
Μα δεν τα σκέφτηκε σωστά,του'χε ξεφύγει κάτι
διόλου δεν υπολόγισε τον πούστη επιστάτη.

Που όσοι τον εξέρανε τον λέγαν πισωγλέντη,
και η δουλειά του ήτανε ρουφιάνος του αφέντη.
Αυτός ευθής κατάλαβε τί έγινε εκεί πέρα,
νά ευκαιρία σκέφτηκε να δω μια άσπρη μέρα.
























Γιατί αυτός παλιότερα είχε επιθυμήσει,
του κατεργάρη Χωρικού το γλυκερό γαμήσι.
Κι'εκείνος δεν ενέδωσε,δεν του'κανε τη χάρη,
και για γυναίκες κράτησε το ακριβό παπάρι.

03 December, 2007

Αθώα ερώτηξη