28 February, 2009

ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ

Σου κρατούσα το χέρι στα μεγάλα σκοτάδια
σου ψυθίριζα στίχους αστείους φαιδρούς,
στου μυαλού σου τα μέρη τα ατέλειωτα βράδυα,
παιχνιδιάρικους ήχους μονάχα να ακούς.

Όταν σ'έιχαν τσακίσει οι έρωτές σου κι'οι φίλοι
όταν είχε στερέψει απ'τον ήλιο το φώς,
τις σκιές να φωτίσει εγώ ήμουν καντήλι,
για να δει, να πιστέψει ο κρυφός σου εαυτός.

Πώς περάσαν τα χρόνια, πώς αλλάξαν τα πάντα
μες 'τα φώτα καλή μου διάλεξες να πετάς
απ'του πόνου τ'αλώνια μια θλιμμένη μπαλάντα
να σου στέλνει η ψυχή μου κι'εσύ να γελάς!

11 February, 2009

Ο Χωρικός golden boy ...to finale

...Συνέχεια απ'τα προηγούμενα

Ο Χωρικός το έκλαψε το δόλιο του παπάρι,
κι'ανέβηκε στο γάιδαρο, το δρόμο για να πάρει.
Ήταν μεγάλη απόσταση που έπρεπε να διανύσει,
αν ήθελε η μπάμια του ξανά να κελαηδήσει.

Αφού λοιπόν ταξίδεψε πάνω από τρεις βδομάδες,
κι'από το τρίψιμο έβγαλε στον κώλο του παπάδες,
στην πολιτεία έφτασε ,νύχτα μεγάλου πόνου,
και μπήκε στην ομόνοια επί του πόλου όνου.

Αμέσως τους περαστικούς έσπευσε να ρωτήσει,
που μένει αυτή η μάγισσα τα μάγια που θα λύσει.
Και κάποιος του απάντησε "φίλε μου επαρχιώτη,
αν την Αμέρσα αναζητάς, σε βρίσκει εκείνη πρώτη"!

Κι'ήταν σχεδόν χαράματα, που φύσηξε ο αγέρας,
μια μελωδία άκουσε στο πρώτο φως της μέρας,
και τον τραβούσε η μουσική,τον πήγαινε κοντά της,
με μια μαγεία παράξενη σ'αυτό το κάλεσμά της.
















Ο Χωρικός σαν έφτασε έξω από το σαλέ της,
σαν άρχοντας εστάθηκε και όχι ως επαίτης.
Κι'αφού ίσιαξε την φράντζα του ,βοήθεια κατόπτρου,
τον κρίκο κρούει δυνατά ενός μεγάλου ρόπτρου.

Η πόρτα αμέσως άνοιξε κι'ήταν βαθύ σκοτάδι,
μα ένα καιρί που έκαιγε έβαλε για σημάδι,
προχώρησε μισό λεπτό που έμοιαζε με αιώνα,
και ύστερα εθρονιάστηκε σε μία πολυθρόνα.



















Περίμενε ,περίμενε με περισσή αγωνία,
ήχος δεν ακουγότανε και κίνηση καμία.
και πάνω που απελπίστηκε κι΄ένοιωθε σαν στραβάδι,
στα αχαμνά του αισθάνθηκε ,υπέροχο ένα χάδι!

Χαρούμενος ο Χωρικός άνοιξε και τα πόδια,
να τον χαιδεύει απρόσκοπτα χωρίς να βρει εμπόδια!
Κι'ΕΚΕΙΝΗ με την γλώσσα της του έκανε παιχνίδια,
από επάνω στην κοιλιά, ως κάτω στα αρ....δια!

Κι εκεί που απολάμβανε την τέχνη της την τόση,
και ικανός αν ήτανε θα'χε εκσπερματώσει,
ούρλιαξε , κι'απ'την ένταση έσπασε και δυο τζάμια,
πόνο μεγάλο αισθάνθηκε στη θλιβερή του μπάμια.

Τότε τα φώτα άναψαν , η Αμέρσα μπήκε μέσα,
κι'άρχισε να κακολογεί τη γίδα τη μπαμπέσα.
"Γιολάντα παλιοκόριτσο αυτά θα κάνεις πάντα;
για τιμωρία θα κοιμηθείς απόψε στη βεράντα"!













Καλά το καταλάβατε επρόκειτο για γίδα,
που η Αμέρσα στο σαλέ , είχε θεραπαινίδα!
Και εκμεταλευόμενη το απόλυτο σκοτάδι,
εδάγκωσε τον Χωρικό , του το'κανε ρημάδι!

Σαν είδε η μάγισσα αυτά που η γίδα είχε κάνει,
ευθής το χρώμα έχασε και την καρδιά της πιάνει.
Αχ καψερέ μου Χωρικέ έχεις ζημιά μεγάλη ,
μα ειδικότητα σ'αυτά εγώ έχω κι'όχι άλλη!

Αυτή η περιπέτεια δεν θα σου πάει στράφι,
παπάρι θα σου φτιάξω εγώ, ατόφιο από χρυσάφι!
Θα είναι πάντοτε στητό , ...σαράντα πόντους μπόι
κι'όλοι θα λένε ο Χωρικός, έγινε GOLDEN BOY!

Tέλος!