Σου κρατούσα το χέρι στα μεγάλα σκοτάδια
σου ψυθίριζα στίχους αστείους φαιδρούς,
στου μυαλού σου τα μέρη τα ατέλειωτα βράδυα,
παιχνιδιάρικους ήχους μονάχα να ακούς.
Όταν σ'έιχαν τσακίσει οι έρωτές σου κι'οι φίλοι
όταν είχε στερέψει απ'τον ήλιο το φώς,
τις σκιές να φωτίσει εγώ ήμουν καντήλι,
για να δει, να πιστέψει ο κρυφός σου εαυτός.
Πώς περάσαν τα χρόνια, πώς αλλάξαν τα πάντα
μες 'τα φώτα καλή μου διάλεξες να πετάς
απ'του πόνου τ'αλώνια μια θλιμμένη μπαλάντα
να σου στέλνει η ψυχή μου κι'εσύ να γελάς!
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
2 comments:
Ρε μουνόδουλε τι είν' αυτά
κοίτα , από τεχνικής απόψεως , είναι το αρτιότερο ποιήμα μου-διπλή ομοιοκαταληξία σε κάθε στίχο-
κατα τα άλλα , μήπως προσελκύσουμε καμιά γκόμενα στο μπλόγκ, γιατί χαίρι από εσάς δεν έχει!
Post a Comment